Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Ξεκινούν οι εγγραφές στη Φιλοτεχνική


Αν είστε ενήλικες που ψάχνετε για πρόσθετη εκπαίδευση ή ενεργοί πολίτες που επιθυμείτε να αναπτύξετε το επίπεδο των γενικών σας γνώσεων , σας έχω ευχάριστα νέα. Ξεκινάει το τέταρτο εξάμηνο της Φιλοτεχνικής.
Οι εγγραφές θα γίνονται στην έδρα της Φιλοτεχνικής, στην Παπαχριστοπούλειο Βιβλιοθήκη Αμαλιάδας, στον πρώτο όροφο.
Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να δηλώσουν συμμετοχή στα μαθήματα που τους ενδιαφέρουν από τη Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου έως και την Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013 και στις ώρες 12:00-14:00 & 18:00-20:00.
Το φετινό  πρόγραμμα έχει εμπλουτιστεί ακόμα περισσότερο και καλύπτει όλα τα ενδιαφέροντα σε όλους τους τομείς: επιστήμες & πληροφορική, γενική παιδεία, κοινωνικές επιστήμες, ξένες γλώσσες, καλλιτεχνικά εργαστήρια, υγεία & ευεξία, καλλιτεχνικές & φυσικές δραστηριότητες.

Ενδεικτικά κάποια από τα μαθήματα θα είναι: 

  • Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Ιστορία 
  • Ορθόδοξη Θεολογία
  • Γραμμική σχεδίαση με Η/Υ
  • Φυσικές καταστροφές & Αστρικά φαινόμενα 
  • Αρχαία Ελληνική Μυθολογία
  • Η λογοτεχνία στην καθημερινότητα 
  • «Από το χειρόγραφο στο βιβλιοπωλείο»: Η πορεία του βιβλίου μέσα από τις διαδρομές της τέχνης και της τεχνικής
  • ΟΜΗΡΟΣ , ο ποιητής της Ιλιάδας
  • Κοινωνιολογία
  • Νεοελληνική ιστορία
  • Ανθρωπολογία
  • Ξένες γλώσσες 
  • Πλέξιμο
  • Καλλιτεχνικό Εργαστήρι
  • Γυμναστική 
  • LATIN χοροί
  • Υγεία & Ευεξία
  • Τι τρώμε; 
  • Περί φωτογραφίας
  • Γραφή σεναρίου
  • Εισαγωγή στον κινηματογράφο 
  • Πρώτες βοήθειες για πολίτες 

Τι πρέπει να γνωρίζετε ακόμα:

-Τα μαθήματα ξεκινούν τη Δευτέρα 7 Οκτωβρίου.
-Τα δίδακτρα ανέρχονται στα 20 ευρώ το εξάμηνο για 1 έως και 5 ενότητες.
-Τα μαθήματα αυτού του εξαμήνου θα πραγματοποιούνται στο χώρο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης (πλατεία Μπελογιάννη), στο χώρο του Εμπορικού Συλλόγου (πλατεία Ανεμόμυλου) και στο χώρο του Ε.Ε.Σ (Αντ. Πετραλιά & Κολοκοτρώνη)
-Συνολικά οι εθελοντές φέτος είναι 40.

  
Μην καθυστερήσετε, οι θέσεις είναι περιορισμένες!!
Σία Χαλικιά

Υ.γ.
Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνείτε στο mailvivliothikiamaliadas@gmail.com

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Αλέξης Αντωνόπουλος μιλάει στο Καινό για το "Σκοτάδι"



Πριν λίγο καιρό έπεσε στα χέρια μου το «Σκοτάδι» του Αλέξη Αντωνόπουλου.
Ξεκινώντας το, δεν το πήρα και πολύ στα σοβαρά. Ήταν η απαισιοδοξία που μου έβγαζε; Ήταν η φαινομενικά μη συνοχή του; Δεν ξέρω τι ήταν. Ξέρω όμως ότι λίγο λίγο με κέρδιζε και με κέντριζε ταυτόχρονα. Αναρωτιόμουν ποιος είναι αυτός που εξυμνεί το σκοτάδι; Τι είδους άνθρωπος είναι που περιγράφει τον πόνο τόσο έντονα; Αισθάνεται άραγε και ο ίδιος τόσο κενό μέσα του;  
        Όταν έμαθα ότι θα ερχόταν στην Κουρούτα για την παρουσίαση του βιβλίου του, θέλησα να τον γνωρίσω από κοντά. Εξεπλάγην με το νεαρό της ηλικίας του και τη συμπεριφορά του. Συνάντησα ένα νέο παιδί πολύ φιλικό, προσιτό και ευγενικό, πράγμα που μου φάνηκε πολύ αντιφατικό με το είδος γραφής του. Του ζήτησα λοιπόν να μου απαντήσει σε μερικές ερωτήσεις ώστε να τον καταλάβω καλύτερα κι αυτός, με πολύ χαρά, δέχτηκε αμέσως. Θέλετε να τον γνωρίσετε κι εσείς;


 1. Είσαι πολύ νέο παιδί, από ποια ηλικία γράφεις;

Οι μόνες μου αναμνήσεις στις οποίες δεν γράφω είναι πριν μάθω να διαβάζω. Θυμάμαι να είμαι τεσσάρων χρονών, να βλέπω γράμματα, να μην ξέρω τι σημαίνουν και ν’ αναρωτιέμαι για την εμπειρία της ανάγνωσης: Πώς είναι να διαβάζεις; Ακούς μια φωνή που σου διηγείται; Πώς γίνεται να καταλαβαίνεις τόσα πολλά απ’ αυτές τις μικρές ζωγραφιές;
Το πρώτο μου ‘‘βιβλίο’’ το έγραψα όταν ήμουν οχτώ χρονών. Αφορούσε μια παρέα ζουζουνιών που έπρεπε να σώσουν μια πασχαλίτσα από ένα κακό γεράκι. Το είχα χαρίσει στη μητέρα μου και η χαρά της μου αρκούσε ως επιβράβευση.
Πριν μερικούς μήνες, ανακάλυψα στην αποθήκη μια σελίδα- λογικά είχα γράψει σε αυτήν λίγο αφού έμαθα να γράφω. Το μόνο που μπορούσα να καταλάβω είναι πως η ιστορία αφορούσε μια μαϊμού- από κει και πέρα δεν μπορούσα να βγάλω νόημα.
Αυτό που προσπαθώ να πω με τα παραπάνω σαχλά παραδείγματα είναι πως η γραφή ανέκαθεν με αφορούσε. Άρχισα όμως να συνειδητοποιώ πως αυτή θα είναι η ζωή μου αφού έκλεισα τα 19. Γεγονότα με έφερναν συνεχώς αντιμέτωπο με χαρτί και στυλό. Η συγγραφή γινόταν ένα μέσο για να δημιουργώ, να επικοινωνώ και ν’ ανακαλύπτω.
 2. Το Σκοτάδι είναι το πρώτο σου ολοκληρωμένο έργο. Να υποθέσω ότι υπάρχει υλικό και για νέο βιβλίο;
Ναι. Δεν σταματάω ποτέ να γράφω, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Ήδη δουλεύω το νέο βιβλίο. Άλλωστε το Σκοτάδι εκδόθηκε σχεδόν μισό χρόνο μετά την ολοκλήρωση του, και καθ’ όλη τη διάρκεια των έξι μηνών εγώ ξεκινούσα το επόμενο κεφάλαιο στη συγγραφική μου ζωή.
3. Ξεκινώντας αφιέρωσες το βιβλίο σου στον κάθε αναγνώστη. Έχοντας συνηθίσει να διαβάζω αφιερώσεις στους γονείς ή στους μέντορες ξαφνιάστηκα. Τι σε ώθησε να σ’ αυτό;
Η δημιουργία της συγκεκριμένης αφιέρωσης ήταν αυτονόητη για μένα, αφού το Σκοτάδι γράφτηκε για τον αναγνώστη και ανήκει στον αναγνώστη. Είναι μια επιστολή αγάπης σ’ έναν άνθρωπο που μάλλον δεν θα δω ποτέ το πρόσωπο του.
4. Στα κείμενα σου υπάρχει συχνή αναφορά στο «θείο». Ποια η σχέση σου με το Θεό;
Κάνεις μια πολύ εύστοχη ερώτηση, κι ακριβώς επειδή η ερώτηση σου είναι τόσο εύστοχη, δυσκολεύομαι να την απαντήσω. Αισθάνομαι πως αν δώσω μια αναλυτική απάντηση, θα καταστρέψω την εμπειρία για τον αναγνώστη.
Ας πω μονάχα το εξής: Ο ορισμός του Θεού είναι κάτι που πάντοτε με αφορούσε και πάντοτε θα με αφορά.
5. Όλο το βιβλίο μοιάζει με έναν εσωτερικό μονόλογο, άσχετα αν φαίνεται με συνομιλία. Κατά πόσο μπορούμε να πούμε ότι περιέχει βιωματικά στοιχεία ;
Δεν νομίζω να μπορεί κανείς να γράψει δίχως να διοχετεύσει στοιχεία από τη ζωή του. Αυτά τα στοιχεία έχουν τη δυνατότητα να εμφανιστούν στο κείμενο είτε κυριολεκτικά, είτε συμβολικά. Οι συμβολικές αποκαλύψεις της πραγματικότητας είναι πάντα εκεί, ακόμα κι αν ο συγγραφέας προσπαθεί να τις εξορίσει..
Και στο Σκοτάδι λοιπόν υπάρχουν συμβολικές εικόνες και πρόσωπα που αντικατοπτρίζουν, αλλοιώνουν ή ακόμα κι αντιστρέφουν κομμάτια της ζωής μου και του χαρακτήρα μου.
6. Υπάρχουν περιγραφές και εκφράσεις αρκετά σκληρές. Να υποθέσω ότι έχεις κάνει και «έκπτωση» , με σκοπό να γίνει πιο ήπιο , ώστε να είναι πιο εύκολη η έκδοσή του;
Όχι. Το Σκοτάδι δεν θα είχε εκδοθεί αν έπρεπε να κάνω «εκπτώσεις». Κριτικές και συμβουλές είναι ευπρόσδεκτες απ’ οποιονδήποτε, είτε έχει κερδίσει Νόμπελ, είτε είναι τριών χρονών. Το μόνο που με νοιάζει είναι η ιδέα, και αν όντως με βοηθάει.
Όμως οι «εκπτώσεις» στις οποίες αναφέρεσαι δεν αφορούν αισθητική, αλλά εμπορικότητα. Και δεν θα μπορούσα να επιτρέψω σε κάτι τέτοιο να ακρωτηριάσει το έργο.
Ήμουν τυχερός που το βιβλίο έφτασε στα χέρια του Θωμά Παπαστεργίου, ενός πάρα πολύ ταλαντούχου ποιητή, ο οποίος με τον εκδοτικό του οίκο Ars Poetica στηρίζει νέους συγγραφείς. Ο Θωμάς πίστεψε σ’ εμένα όταν δεν είχε κανένα λόγο να το κάνει, και προώθησε το βιβλίο γι αυτό που είναι, δίχως να προσπαθήσει να το περάσει από προκρούστη. Είναι αληθινός φίλος και μ’ έχει βοηθήσει όσο ελάχιστοι άνθρωποι.
7. Αναρωτιέμαι τι μπορεί να προκαλέσει τόσο κενό και απογοήτευση στον ήρωά σου . Η αλλοτρίωση , η απομόνωση, η μοναξιά;
Όλα όσα αναφέρεις, και ακόμα περισσότερα. Και όλα όσα αναφέρεις πηγάζουν από το γεγονός πως ο ήρωας αποτελεί, κατά μια έννοια, ένα θύμα. Ο θύτης είναι το ‘‘Σκοτάδι’’. Τι είναι το ‘’Σκοτάδι’’; Αν έχω κάνει τη δουλειά μου σωστά, το ‘‘Σκοτάδι’’ μας παρουσιάζεται στην αρχή ως ένα αρκετά απλό σύμβολο, αλλά ενώ οι σελίδες συνεχίζουν, η κατάσταση περιπλέκεται.
Στο έργο υπάρχει ένα συνεχές παιχνίδι με τους ορισμούς λέξεων: Με τη λέξη που αλλάζει νόημα ανάλογα με τη θέση της στο κείμενο, και με τη δυνατότητα της γλώσσας να μεταφέρει αυτό το νόημα μέσα από δίοδους που δεν θα ‘‘έπρεπε’’ να υπάρχουν.
 8. Διαβάζοντας αισθάνθηκα έντονα τον πόνο του. Πώς μπορεί ένας τόσο νέος άνθρωπος να γράψει τόσο καλά για αυτό το συναίσθημα , αν δεν το έχει νιώσει;
Δεν πιστεύω πως είναι θέμα ηλικίας, αφού ο θύτης του έργου, δυστυχώς, δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στις ηλικίες. Όσο αφορά τη δική μου εμπειρία με τον θύτη… Ίσως να μπορεί κάποιος να γράψει γι αυτόν αν δεν τον έχει γνωρίσει. Όχι εγώ. Δεν έχω τέτοιες ικανότητες. Άλλωστε υπάρχει άνθρωπος που να μην τον έχει γνωρίσει; Το βρίσκω απίθανο. Ένας από τους λόγους που επέμενα να μοιραστώ το έργο με τον κόσμο είναι επειδή πιστεύω πως όλοι ξέρουμε πολύ καλά τον θύτη. Κάποιοι είμαστε παντρεμένοι μαζί του, ενώ άλλοι τον κρύβουμε μέχρι να τον ξεχάσουμε, για λίγο, μέχρι οι φωνές του να μας θυμίσουν πως είναι ακόμα εδώ. 

9. Τι είδος καλλιτέχνης είσαι; Από αυτούς που ανακαλύπτουν την ομορφιά εκεί που άλλοι δεν μπορούν ή από αυτούς που τη δημιουργούν;

 Αυτό μπορείς να το κρίνεις μόνο εσύ και οι υπόλοιποι αναγνώστες.
10. Το Σκοτάδι τελειώνει αναπάντεχα για μένα. Η φράση «Σ΄αγαπώ» που επέλεξες είναι τελείως αντιφατική με την απογοήτευση των κυρίως κειμένων. Μου βγάζει αισιοδοξία. Κάνω λάθος;
Σε καμία περίπτωση δεν κάνεις λάθος. Δεν θα έκανες λάθος ό,τι κι αν σου έβγαζε. Το βιβλίο το αφιέρωσα σ΄ εσένα. Σου ανήκει.
11. Κλείνοντας το οπισθόφυλλο είχα μια γλυκόπικρη γεύση και χαμόγελο στο πρόσωπο. Σκέφτηκα δε, πως μου την « έσκασες» . Εσύ ποια περίμενες πως θα είναι η αντίδραση του αναγνώστη σου;
Όταν σκέφτομαι το τέλος του έργου, σκέφτομαι τη λέξη ‘‘αναγέννηση’’. Το χαμόγελο που αναφέρεις λοιπόν, αποτελεί ανεκτίμητο δώρο για μένα.
12. Σ΄ ευχαριστώ πολύ Αλέξη Αντωνόπουλε! Σου εύχομαι να έχεις πάντα το κέφι που έχεις σήμερα και τη σεμνότητα που διέκρινα κατά τη συνάντησή μας στην Κουρούτα. Καλή επιτυχία!!!!
 Εγώ σ’ ευχαριστώ για την υπέροχη συνέντευξη. Σε πάρα πολλά σημεία δυσκολεύτηκα να σου απαντήσω, το οποίο σημαίνει πως κάνεις τις σωστές ερωτήσεις!


Σία Χαλικιά

Υ.γ.
1) Λίγα λόγια για το συγγραφέα:
Ο Αλέξης Αντωνόπουλος γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία και Διεθνείς Σχέσεις στο Αμερικάνικο Κολέγιο της Αγίας Παρασκευής και Υποκριτική στο Ινστιτούτο Θεάτρου και Κινηματογράφου Lee Strasberg της Νέας Υόρκης. Από το 2011 μέχρι σήμερα έχει εργαστεί στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο ως ηθοποιός και βοηθός σκηνοθέτη.
Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί του στο: alexantonopoulos0@gmail.com

και στο : www.alexantonopoulos.com

2) Για όποιον θέλει να πάρει μια «γεύση» από το Σκοτάδι , σας παραθέτω ένα από τα αγαπημένα μου «κομμάτια» : το Κουδούνι…

ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ
Διαλέγω την πολυκατοικία, τυχαία.
Διαλέγω τ’ όνομα, τυχαία.
Πατάω το κουδούνι.

‘‘Ποιος είναι;’’
Η χροιά του γέρικη, εξασθενημένη.
Έχω καλύψει την κάμερα με το χέρι μου.
‘‘Ποιος είναι;’’

Χτυπάω το κουδούνι.
‘‘Γιατί δεν μιλάς;’’
Χτυπάω το κουδούνι.
‘‘Ποιος είναι μωρέ;!’’

Έχει θυμώσει τα φλέγματα τον εμποδίζουν να φωνάξει.
‘‘Βρε μαλακισμένο, άλλη δουλειά δεν έχεις;’’
Χτυπάω το κουδούνι.
‘‘Φύγε! Λάθος άνθρωπο βρήκες γι αυτά.’’
Χτυπάω το κουδούνι.
‘‘Φύγε είπα! Θα καλέσω την αστυνομία!’’
Έχει αρχίσει να φοβάται.

Χτυπάω το κουδούνι.
Χτυπάω το κουδούνι.
Χτυπάω το κουδούνι.
‘‘Φύγε είπα φύγε άσε με μόνο
ούτε στο σπίτι μου δεν μπορώ
να μείνω μόνος
φύγετε
θέλω
να μείνω μόνος!’’
Προλαβαίνω ν’ ακούσω τους λυγμούς του
πριν αφήσει το κουμπί,
και το θυροτηλέφωνο σωπάσει.

Χτυπάω το κουδούνι.
Το κλάμα του επιστρέφει  είναι απελπισμένος.
‘‘Άκου…
Όποιος…
Όποια…
Κι αν είσαι…
Είμαι κουρασμένος.
Πεθαίνω.
Έχω καρκίνο.
Και πονάω.
Πονάω πολύ.
Οι κόρες μου
μ’ έχουν ξεχάσει
οι φίλοι μου
έχουν φύγει
κι είμαι εδώ
και περιμένω την ώρα μου να φτάσει.
Ξέρεις πως περνάει η κάθε μέρα;
Με χάπια, τόσα πολλά χάπια,
ενέσεις- δεν έχω να πληρώσω νοσοκόμα,
κι ένα πικάπ.
Το τελευταίο είναι η μόνη μου-
δεν μπορώ να βρω τη λέξη-
το κεφάλι μου έχει κουραστεί.
Βάζω εκεί τους δίσκους
που ακούγαμε με τη γυναίκα μου
και προσπαθώ να ονειρευτώ.
Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να ονειρευτώ.
Να την ονειρευτώ.
Μερικές φορές τα καταφέρνω.
Και τότε
τότε…’’
Τα δάκρυα του κρατάνε τη φωνή.

‘‘Γι αυτό παιδί μου
δεν έχει νόημα να παίζεις εδώ.
Ό,τι αστείο κι αν ψάχνεις
εδώ δεν θα το βρεις.
Καλό σου βράδυ.’’

Σιωπή.
Από το ηχείο
ξανά σιωπή.

Χτυπάω το κουδούνι.
Χτυπάω το κουδούνι.
Χτυπάω το κουδούνι.
Χτυπάω το κουδούνι.
Χτυπάω το κουδούνι.
Χτυπάω το κουδούνι.
Χτυπάω το κουδούνι.

Χτυπάω το κουδούνι.
Χτυπάω το κουδούνι.
Χτυπάω το κουδούνι.

Κι από τις βλαστήμιες του
τις κατάρες του
τις εκκλήσεις του να πεθάνει,
προσπαθώ.

Να νιώσω κάτι.

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ ΝΕΚΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ - Μετάφραση Παναγιώτης Μουλλάς


Οι διάλογοι του Λουκιανού γραφτήκαν πριν περίπου 1800 χρόνια.

Πρόκειται για ένα έργο που κατάφερε να διατηρήσει τη λάμψη και τη ζωντάνια του μέσα στους αιώνες κάνοντάς το να μοιάζει πολλές φορές εντελώς σημερινό.

            Αποτελείται από δύο μέρη : τους νεκρικούς και τους εταιρικούς διαλόγους. Όπως εύκολα καταλαβαίνουμε στους 30 νεκρικούς διαλόγους , παρακολουθούμε νεκρούς , οι οποίοι συνομιλούν για την εγκόσμια ζωή τους, ενώ στους 15 εταιρικούς τη θέση των νεκρών παίρνουν εταίρες που συζητούν για την καθημερινότητά τους και τα άγχη τους για την επιβίωσή τους ή τους έρωτές τους.

            Στα έργα του αυτά ο Λουκιανός, χρησιμοποιώντας αιχμηρό λόγο, χλευάζει την υπεροψία των συνανθρώπων του , που φέρονται ανεύθυνα πιστεύοντας ότι θα ζήσουν για πάντα και είναι βουτηγμένοι στη διαφθορά και τη ματαιοδοξία.

            Μας μεταφέρει με εξαιρετικό τρόπο τις σκέψεις των ανθρώπων της εποχής του, τις συνήθειές τους, τα συναισθήματά τους , τις συμπεριφορές τους και τις αντιδράσεις τους. Αυτό που κάνει μεγάλη εντύπωση είναι ότι δύσκολα θα παρατηρήσουμε διαφορές σε σχέση με τους σημερινούς ανθρώπους.  

            Η διαφορά υπάρχει μόνο στο περιβάλλον των ηρώων.  Από τη μία δηλαδή ο Άδης και από της άλλη η Αθήνα του 1ου αιώνα μ.Χ. πράγμα , που έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, μιας και παρουσιάζεται, με φυσικό τρόπο, η καθημερινότητα των ανθρώπων της εποχής εκείνης σε μέρη που έχουμε όλοι διαβάσει στα βιβλία της ιστορίας. Η αρχαία αγορά, το λιμάνι του Πειραιά, ο Κεραμικός, τα μικρά δρομάκια της Αθήνας είναι το φυσικό περιβάλλον των ηρώων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η περιγραφή των συνηθειών της θρησκευτικής λατρείας, ο τρόπος των συναλλαγών, η αξία των νομισμάτων, ο τρόπος που γίνονταν οι γάμοι , αλλά και το τι πίστευαν οι απλοί άνθρωποι για τους ήρωες , του βασιλείς και τους στρατηγούς.

            Σ’ όλους αυτούς τους διαλόγους θα διακρίνουμε μια υποκύπτουσα ειρωνεία και ένα λεπτό σαρκασμό για την αξία που έδιναν οι άνθρωποι στα υλικά αγαθά και στην υστεροφημία τους.  Αυτό θα το δούμε πιο έντονα στους νεκρικούς διάλογους , όπου με εύστοχο και χιουμοριστικό τρόπο μας λέει ούτε λίγο ούτε πολύ, πως είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στο θάνατο και έτσι θα έπρεπε να είμαστε και στη ζωή μας.  Μας δείχνει, έστω και με αστείο τρόπο , πόσο εφήμερα είναι όλα και πως το μόνο που έχει αξία είναι να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι και να ζήσουμε όσο πιο όμορφα και πιο απλά μπορούμε.


Από εμένα καλή σας ανάγνωση !!
Και μην ξεχνάτε: η ομορφιά βρίσκεται στην απλότητα!
Σία Χαλικιά


Υ.Γ.
1.Τη μετάφραση του έργου έκανε ο φιλόλογος, νεοελληνιστής, λογοτεχνικός κριτικός και μεταφραστής, καθηγητής Πανεπιστημίου, ο Παναγιώτης Μουλλάς. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης απ' όπου αποφοίτησε το 1958. Το επιστημονικό και κριτικό του έργο διακρίνεται τόσο για τον επιβλητικό του όγκο όσο και για την εξαιρετική ποιότητά του. Στα έργα του περιλαμβάνονται εργασίες για τον Κάλβο, τον Καβάφη, ενώ ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η έκδοση δύο τόμων με σχολιασμένη επιλογή διηγημάτων του Παπαδιαμάντη και του Βιζυηνού. Εκτός από Λουκιανό, έχει ακόμη μεταφράσει τους Πέρσες και τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου (χρησιμοποιήθηκαν από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν) και την Αισθηματική αγωγή (1971) του Φλομπέρ, με αξιόλογη εισαγωγή.

2.Για το ποιος ήταν ο Λουκιανός ρίξτε μια ματιά στο:

3. Για όποιον έχει κέφι να διαβάσει έναν από τους διαλόγους του βιβλίου:

Χάρων, Ερμής, Μένιππος και διάφοροι νεκροί
Χάρων: Λοιπόν, ακούστε πως έχει η κατάσταση... Η βάρκα, όπως βλέπετε, είναι μικρή και σάπια και μπάζει από παντού νερά. Με την παραμικρή κλίση μπορεί ν' ανατραπεί και να βουλιάξει. Εσείς δε, ήρθατε πολλοί μαζί την ίδια ώρα, έχοντας μαζί σας τόσα πολλά πράγματα κι αν μπείτε μ' αυτά πολύ φοβάμαι μήπως το μετανιώσετε όσοι δεν ξέρετε να κολυμπάτε.
Ερμής: Πώς να το κάνουμε λοιπόν, για να ταξιδέψουμε με ασφάλεια;
Χάρων: Θα σας πω... Πρέπει να μπείτε στη βάρκα γυμνοί και ν' αφήσετε όλα αυτά τα περιττά πράγματα στην ακτή, διότι ακόμα κι έτσι, μόλις που σας χωράει. Κι εσύ, Ερμή, πρόσεξε, να μη δεχθείς πλέον κανέναν απ' αυτούς που να μη είναι γυμνός και να μην έχει αφήσει τα πράγματά του, όπως είπα. Να σταθείς στην αποβάθρα, να τους εξετάζεις έναν έναν και να τους παραλαμβάνεις αφού τους αναγκάζεις να μπαίνουν γυμνοί.
Ερμής: Καλά λες. Αυτό θα κάνω. Εσύ ο πρώτος ποιός είσαι;
Μένιππος: Εγώ είμαι ο Μένιππος. Να η σακούλα μου, Ερμή, και η μαγκούρα μου ρίχτηκαν στην λίμνη. Την κάπα μου ούτε καν την έφερα και μου φαίνεται ότι έκανα καλά.
Ερμής: Πέρνα, Μένιππε, λαμπρέ άνθρωπε, και πιάσε την πρώτη θέση δίπλα στον βαρκάρη, στο ψηλότερο μέρος της βάρκας, για να βλέπεις όλους τους συνταξιδιώτες σου. Κι αυτός εδώ ο μορφονιός ποιός είναι;
Χάρων: Ο Χαρμόλαος απ' τα Μέγαρα, ο αξιέραστος, ο οποίος για κάθε φίλημα έπαιρνε δύο τάλαντα.
Ερμής: Γδύσου λοιπόν και βγάλε την ομορφιά και τα χείλη μαζί με τα φιλήματα και τα πυκνά μαλλιά και τα κόκκινα μάγουλα κι ολόκληρο το δέρμα. Εντάξει είσαι. Είσαι ελαφρύς και μπορείς να μπεις. Κι αυτός εδώ, ο αγριομάτης, που φοράει τον κόκκινο βασιλικό μανδύα και το στέμμα, ποιός είναι;
Λάμπιχος: Είμαι ο Λάμπιχος, ο τύραννος των Γελώων.
Ερμής: Και γιατί λοιπόν, Λάμπιχε, ήρθες με τόσες αποσκευές;
Λάμπιχος: Και πώς αλλιώς τότε; Έπρεπε να έρθω γυμνός, βρε Ερμή, εγώ ένας βασιλιάς;
Ερμής: Δεν είσαι βασιλιάς, αλλά νεκρός, οπότε αυτά να τ' αφήσεις.
Λάμπιχος: Να, πετάω τα πλούτη.
Ερμής: Και την αλαζονεία να πετάξεις, Λάμπιχε, και την υπεροψία, διότι αποτελούν βάρος για τη βάρκα και τα δύο μαζί.
Λάμπιχος: Τουλάχιστον επίτρεψέ μου, να έχω το στέμμα και τον μανδύα μου.
Ερμής: Όχι. Πέταξέ τα κι αυτά..
Λάμπιχος: Καλά. Τί άλλο; Γιατί όπως βλέπεις, τα πέταξα όλα.
Ερμής: Και την σκληράδα, την κουταμάρα, το θράσος και την ξετσιπωσιά, κι αυτά να τ' αφήσεις.
Λάμπιχος: Να, σου ικανοποίησα κι αυτή την απαίτηση και τώρα είμαι γυμνός.
Ερμής: Πήγαινε μέσα τώρα. Κι εσύ, ο χοντρούλης, ποιός είσαι;
Δαμασίας: Ο Δαμασίας ο αθλητής.
Ερμής: Ναι, φαίνεσαι, σε αναγνωρίζω. Σε είδα πολλές φορές στις παλαίστρες.
Δαμασίας: Ναι, Ερμή. Αλλά δέξου με αφού είμαι γυμνός.
Ερμής: Δεν είσαι γυμνός, φίλτατε, αφού κουβαλάς τόσα κρέατα. Πέταξέ τα λοιπόν, γιατί, μόνο το ένα σου πόδι να πατήσεις στη βάρκα, θα την βουλιάξεις. Αλλά κι αυτά τα στεφάνια και τα κηρύγματα, πέταξέ τα.
Δαμασίας: Να, είμαι γυμνός, όπως βλέπεις, και ίσος στο βάρος με τους άλλους νεκρούς.
Ερμής: Έτσι είναι καλύτερα. Να είσαι ελαφρός. Μπες λοιπόν. Κι εσύ, Κράτωνα, άσε τον πλούτο, την καλοπέραση και την πολυτέλεια και μην φέρεις μαζί τ' ακριβά σου σάβανα, ούτε τ' αξιώματα των προγόνων σου. Και να εγκαταλείψεις τη δόξα και τους τίτλους που σου απένειμε και τις επιγραφές των ανδριάντων σου και ξέχνα ότι σου κατασκεύασαν μεγαλοπρεπή τάφο, διότι ακόμη κι αυτά, αποτελούν βάρος, αν το θυμάσαι.
Κράτων: Θα τ' αφήσω με βαριά καρδιά... Άλλωστε, τί άλλο μπορώ να κάνω;
Ερμής: Μπα! μπα! Κι εσύ ο αρματωμένος τι θέλεις; Και γιατί κουβαλάς αυτό το τρόπαιο;
Στρατιώτης: Επειδή νίκησα, βρε Ερμή. Ανδραγάθησα και η πόλη με τίμησε.
Ερμής: Άφησέ το εδώ το τρόπαιο, διότι στον Άδη επικρατεί ειρήνη και δεν υπάρχει ανάγκη όπλων. Αυτός εδώ, ο σοβαρός και βλοσυρός, με τα ανασηκωμένα φρύδια, ο οποίος φαίνεται βυθισμένος σε σκέψεις και έχει δάσος από γένια, ποιός είναι;
Μένιππος: Είναι κάποιος φιλόσοφος, Ερμή, ή μάλλον απατεώνας και ψεύτης. Γδύσ' τον κι αυτόν και θα δεις να κρύβει πολλά γελοία πράγματα κάτω απ' το πανωφόρι του.
Ερμής: Πρώτα απ' όλα, άσε στην άκρη την σοβαροφάνεια και μετά όλα τ' άλλα. Μα τον Δία, πόσην αλαζονεία κουβαλά μαζί του, και πόση αμάθεια, έριδα, ματαιοδοξία, αινιγματικές ερωτήσεις, σκοτεινά λόγια και μπερδεμένες έννοιες. Αλλά και ματαιοπονία, φλυαρία, μπουρδολογία και μικροπρέπεια, βλέπω δε να έχει και χρυσάφι, ξεδιαντροπιά και καλοπέραση. Τα βλέπω όλα αυτά, αν και καταβάλλεις ιδιαίτερη προσπάθεια να τα κρύβεις. Κι ας μην αναφερθώ στο ψεύδος, την έπαρση και την ιδέα ότι είσαι καλύτερος των άλλων, διότι αν μπεις μ' όλα αυτά μέσα, ποιό καράβι, ακόμη και με πενήντα κουπιά, μπορεί να σε χωρέσει;
Φιλόσοφος: Εντάξει, τ' αφήνω λοιπόν αυτά, αφού έτσι ορίζεις.
Μένιππος: Και τα γένια, Ερμή! Και τα γένια! Κι αυτά να τ' αφήσει, γιατί είναι πυκνά και βαριά.
Ερμής: Καλά λες... Άφησέ τα κι αυτά.
Φιλόσοφος: Και ποιός θα μου τα κόψει;
Ερμής: Ο Μένιππος απ' εδώ, ας πάρει ένα κλαδευτήρι κι αφού στηρίξει το πηγούνι του στην αποβάθρα, ας του τα κόψει.
Μένιππος: Όχι με κλαδευτήρι, βρε Ερμή. Δώσε μου ένα πριόνι καλύτερα, γιατί θα έχει μεγαλύτερη πλάκα έτσι.
Ερμής: Το κλαδευτήρι είναι αρκετό... Ωραία, τώρα μοιάζεις με άνθρωπο, αφού πέταξες τα βρομερά τραγίσια γένια σου.
Μένιππος: Να του κόψω λίγο και απ' τα φρύδια;
Ερμής: Ναι, διότι δεν γνωρίζω πως κατορθώνει να τα σηκώνει ψηλότερα από το μέτωπο. Μπα! Κλαις, κάθαρμα, και φοβάσαι τον θάνατο; Έλα, έλα, πήγαινε μέσα!
Μένιππος: Έχει και κάτι ακόμη πιο βαρύ, που κρύβει κάτω απ' τη μασχάλη του.
Ερμής: Τί, βρε Μένιππε;
Μένιππος: Την κολακεία, Ερμή, η οποία του φάνηκε πολύ χρήσιμη στη ζωή.
Φιλόσοφος: Λοιπόν κι εσύ, Μένιππε, άφησε την ελευθερία, την αθυροστομία, την αναισθησία προς τη λύπη, το θάρρος και τα χαχανητά, διότι εσύ είσαι ο μοναδικός απ' όλους εδώ που γελάει.
Ερμής: Όχι. Κράτησέ τα αυτά, Μένιππε, διότι είναι ελαφρά και χρήσιμα στο ταξίδι. Κι εσύ, ρήτορα, άφησε την τόση πολυλογία, τις αντιθέσεις και τις παρομοιώσεις, τις στρογγυλές περιόδους και τους βαρβαρισμούς και τα άλλα βάρη των λόγων.
Ρήτορας: Να, τ' αφήνω.
Ερμής: Καλά. Λύσε τώρα τα σχοινιά, να τραβήξουμε την σκάλα και να σηκώσουμε την άγκυρα. Τέντωσε το πανί και κανόνισε το τιμόνι. Και τώρα, καλό ταξίδι. Αλλά, τί έχετε και κλαίτε, ανόητοι, και μάλιστα εσύ ο φιλόσοφος, που πριν λίγο σου κλαδέψαμε τα γένια;
Φιλόσοφος: Επειδή, Ερμή, νόμιζα ότι η ψυχή ήταν αθάνατη.
Μένιππος: Ψέματα λέει! Γι' άλλα πράγματα λυπάται.
Ερμής: Ποιά;
Μένιππος: Που δεν θα μπορεί να κάθεται πλέον σε πολυτελή γεύματα, που δεν θα μπορεί να βγαίνει έξω κρυφά τη νύχτα κουκουλώνοντας το κεφάλι του και να μην αφήνει πορνείο για πορνείο που να μην επισκέπτεται, και που την ημέρα δεν θα μπορεί να εξαπατά τους νέους να τον πληρώνουν για την δήθεν σοφία του. Γι' αυτά λυπάται, όχι για τίποτε άλλο.
Φιλόσοφος: Εσύ, Μένιππε, δεν λυπάσαι που πέθανες;
Μένιππος: Γιατί να λυπηθώ; Εγώ έτρεξα στον θάνατο, χωρίς κανείς να με καλέσει.*. Αλλά τώρα που μιλάμε, δεν σας φαίνεται ότι ακούγονται κραυγές ανθρώπων απ' τον άλλον κόσμο;
[* Λέγεται πως αυτοκτόνησε.]
Ερμής: Ναι, βρε Μένιππε, έχεις δίκιο. Και δεν έρχεται μόνο από ένα μέρος αυτός ο θόρυβος, αλλά κάποιοι άλλοι που μαζεύτηκαν, γελούν και είναι χαρούμενοι για τον θάνατο του Λαμπίχου, ενώ οι γυναίκες έπιασαν κι έδεσαν την γυναίκα του και τα μικρά του παιδιά τα έχουν πάρει με τις πέτρες άλλα παιδιά. Αλλού χειροκροτούν τον ρήτορα Διόφαντο, ο οποίος εκφώνησε στην Σικυώνα τον επικήδειο λόγο του Κράτωνα. Αλλ' ακούω, μα τον Δία, και την μάνα του Δαμασία, η οποία κλαίει και μοιρολογεί με άλλες γυναίκες τον γιο της. Μόνο εσένα, βρε Μένιππε, δεν κλαίει κανείς, αλλά σ' αφήνουν μόνο στην ησυχία σου.
Μένιππος: Όχι δα! Μετά από λίγο, θ' ακούσεις τα σκυλιά να κλαίνε σπαραξικάρδια για μένα και τα κοράκια να χτυπούν τα φτερά τους, όταν θα μαζευτούν για να με θάψουν.
Ερμής: Είσαι γενναίος, Μένιππε. Αλλ' επειδή φθάσαμε, εσείς μεν πηγαίνετε στο δικαστήριο, απ' αυτόν τον ίσιο δρόμο, εγώ δε και ο Χάρωνας θα επιστρέψουμε να φέρουμε άλλους.
Μένιππος: Καλό ταξίδι, Ερμή. Ας προχωρήσουμε κι εμείς. Αλλά, γιατί διστάζετε και αργοπορείτε; Ν' αποφύγουμε τη δίκη δεν είναι δυνατόν, και λένε ότι οι καταδίκες είναι βαριές. Τροχοί, μεγάλες κοτρόνες και γύπες. Θα βγουν στη φόρα όλα τα καμώματα του καθενός.