Οι διάλογοι
του Λουκιανού γραφτήκαν πριν περίπου 1800 χρόνια.
Πρόκειται για ένα έργο που
κατάφερε να διατηρήσει τη λάμψη και τη ζωντάνια του μέσα στους αιώνες κάνοντάς
το να μοιάζει πολλές φορές εντελώς σημερινό.
Αποτελείται
από δύο μέρη : τους νεκρικούς και τους εταιρικούς διαλόγους. Όπως εύκολα
καταλαβαίνουμε στους 30 νεκρικούς διαλόγους , παρακολουθούμε νεκρούς , οι
οποίοι συνομιλούν για την εγκόσμια ζωή τους, ενώ στους 15 εταιρικούς τη θέση
των νεκρών παίρνουν εταίρες που συζητούν για την καθημερινότητά τους και τα
άγχη τους για την επιβίωσή τους ή τους έρωτές τους.
Στα
έργα του αυτά ο Λουκιανός, χρησιμοποιώντας αιχμηρό λόγο, χλευάζει την υπεροψία
των συνανθρώπων του , που φέρονται ανεύθυνα πιστεύοντας ότι θα ζήσουν για πάντα
και είναι βουτηγμένοι στη διαφθορά και τη ματαιοδοξία.
Μας
μεταφέρει με εξαιρετικό τρόπο τις σκέψεις των ανθρώπων της εποχής του, τις
συνήθειές τους, τα συναισθήματά τους , τις συμπεριφορές τους και τις αντιδράσεις
τους. Αυτό που κάνει μεγάλη εντύπωση είναι ότι δύσκολα θα παρατηρήσουμε
διαφορές σε σχέση με τους σημερινούς ανθρώπους.
Η
διαφορά υπάρχει μόνο στο περιβάλλον των ηρώων. Από τη μία δηλαδή ο Άδης και από της άλλη η
Αθήνα του 1ου αιώνα μ.Χ. πράγμα , που έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον,
μιας και παρουσιάζεται, με φυσικό τρόπο, η καθημερινότητα των ανθρώπων της
εποχής εκείνης σε μέρη που έχουμε όλοι διαβάσει στα βιβλία της ιστορίας. Η
αρχαία αγορά, το λιμάνι του Πειραιά, ο Κεραμικός, τα μικρά δρομάκια της Αθήνας
είναι το φυσικό περιβάλλον των ηρώων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η περιγραφή
των συνηθειών της θρησκευτικής λατρείας, ο τρόπος των συναλλαγών, η αξία των
νομισμάτων, ο τρόπος που γίνονταν οι γάμοι , αλλά και το τι πίστευαν οι απλοί
άνθρωποι για τους ήρωες , του βασιλείς και τους στρατηγούς.
Σ’
όλους αυτούς τους διαλόγους θα διακρίνουμε μια υποκύπτουσα ειρωνεία και ένα
λεπτό σαρκασμό για την αξία που έδιναν οι άνθρωποι στα υλικά αγαθά και στην
υστεροφημία τους. Αυτό θα το δούμε πιο
έντονα στους νεκρικούς διάλογους , όπου με εύστοχο και χιουμοριστικό τρόπο μας
λέει ούτε λίγο ούτε πολύ, πως είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στο θάνατο και έτσι θα
έπρεπε να είμαστε και στη ζωή μας. Μας δείχνει,
έστω και με αστείο τρόπο , πόσο εφήμερα είναι όλα και πως το μόνο που έχει αξία
είναι να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι και να ζήσουμε όσο πιο όμορφα και πιο απλά
μπορούμε.
Από εμένα καλή σας
ανάγνωση !!
Και μην ξεχνάτε: η
ομορφιά βρίσκεται στην απλότητα!
Σία Χαλικιά
Υ.Γ.
1.Τη μετάφραση του έργου έκανε ο φιλόλογος, νεοελληνιστής,
λογοτεχνικός κριτικός και μεταφραστής, καθηγητής Πανεπιστημίου, ο Παναγιώτης Μουλλάς. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης απ' όπου αποφοίτησε το 1958. Το επιστημονικό και
κριτικό του έργο διακρίνεται τόσο για τον επιβλητικό του όγκο όσο και για την
εξαιρετική ποιότητά του. Στα έργα του περιλαμβάνονται εργασίες για τον Κάλβο,
τον Καβάφη, ενώ ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η έκδοση δύο τόμων με σχολιασμένη
επιλογή διηγημάτων του Παπαδιαμάντη και του Βιζυηνού. Εκτός από Λουκιανό, έχει
ακόμη μεταφράσει τους Πέρσες και
τον Προμηθέα Δεσμώτη του
Αισχύλου (χρησιμοποιήθηκαν από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν) και την Αισθηματική
αγωγή (1971)
του Φλομπέρ, με αξιόλογη εισαγωγή.
2.Για το ποιος ήταν ο Λουκιανός ρίξτε μια ματιά στο:
3. Για όποιον έχει κέφι να διαβάσει έναν από τους
διαλόγους του βιβλίου:
Χάρων, Ερμής, Μένιππος
και διάφοροι νεκροί
Χάρων: Λοιπόν, ακούστε πως έχει η
κατάσταση... Η βάρκα, όπως βλέπετε, είναι μικρή και σάπια και μπάζει από παντού
νερά. Με την παραμικρή κλίση μπορεί ν' ανατραπεί και να βουλιάξει. Εσείς δε,
ήρθατε πολλοί μαζί την ίδια ώρα, έχοντας μαζί σας τόσα πολλά πράγματα κι αν
μπείτε μ' αυτά πολύ φοβάμαι μήπως το μετανιώσετε όσοι δεν ξέρετε να κολυμπάτε.
Ερμής: Πώς να το κάνουμε λοιπόν, για να
ταξιδέψουμε με ασφάλεια;
Χάρων: Θα σας πω... Πρέπει να μπείτε στη
βάρκα γυμνοί και ν' αφήσετε όλα αυτά τα περιττά πράγματα στην ακτή, διότι ακόμα
κι έτσι, μόλις που σας χωράει. Κι εσύ, Ερμή, πρόσεξε, να μη δεχθείς πλέον
κανέναν απ' αυτούς που να μη είναι γυμνός και να μην έχει αφήσει τα πράγματά
του, όπως είπα. Να σταθείς στην αποβάθρα, να τους εξετάζεις έναν έναν και να
τους παραλαμβάνεις αφού τους αναγκάζεις να μπαίνουν γυμνοί.
Ερμής: Καλά λες. Αυτό θα κάνω. Εσύ ο πρώτος
ποιός είσαι;
Μένιππος: Εγώ είμαι ο Μένιππος. Να η σακούλα
μου, Ερμή, και η μαγκούρα μου ρίχτηκαν στην λίμνη. Την κάπα μου ούτε καν την
έφερα και μου φαίνεται ότι έκανα καλά.
Ερμής: Πέρνα, Μένιππε, λαμπρέ άνθρωπε, και
πιάσε την πρώτη θέση δίπλα στον βαρκάρη, στο ψηλότερο μέρος της βάρκας, για να
βλέπεις όλους τους συνταξιδιώτες σου. Κι αυτός εδώ ο μορφονιός ποιός είναι;
Χάρων: Ο Χαρμόλαος απ' τα Μέγαρα, ο
αξιέραστος, ο οποίος για κάθε φίλημα έπαιρνε δύο τάλαντα.
Ερμής: Γδύσου λοιπόν και βγάλε την ομορφιά
και τα χείλη μαζί με τα φιλήματα και τα πυκνά μαλλιά και τα κόκκινα μάγουλα κι
ολόκληρο το δέρμα. Εντάξει είσαι. Είσαι ελαφρύς και μπορείς να μπεις. Κι αυτός
εδώ, ο αγριομάτης, που φοράει τον κόκκινο βασιλικό μανδύα και το στέμμα, ποιός
είναι;
Λάμπιχος: Είμαι ο Λάμπιχος, ο τύραννος των
Γελώων.
Ερμής: Και γιατί λοιπόν, Λάμπιχε, ήρθες με
τόσες αποσκευές;
Λάμπιχος: Και πώς αλλιώς τότε; Έπρεπε να έρθω
γυμνός, βρε Ερμή, εγώ ένας βασιλιάς;
Ερμής: Δεν είσαι βασιλιάς, αλλά νεκρός,
οπότε αυτά να τ' αφήσεις.
Λάμπιχος: Να, πετάω τα πλούτη.
Ερμής: Και την αλαζονεία να πετάξεις,
Λάμπιχε, και την υπεροψία, διότι αποτελούν βάρος για τη βάρκα και τα δύο μαζί.
Λάμπιχος: Τουλάχιστον επίτρεψέ μου, να έχω το
στέμμα και τον μανδύα μου.
Ερμής: Όχι. Πέταξέ τα κι αυτά..
Λάμπιχος: Καλά. Τί άλλο; Γιατί όπως βλέπεις, τα
πέταξα όλα.
Ερμής: Και την σκληράδα, την κουταμάρα, το
θράσος και την ξετσιπωσιά, κι αυτά να τ' αφήσεις.
Λάμπιχος: Να, σου ικανοποίησα κι αυτή την
απαίτηση και τώρα είμαι γυμνός.
Ερμής: Πήγαινε μέσα τώρα. Κι εσύ, ο
χοντρούλης, ποιός είσαι;
Δαμασίας: Ο Δαμασίας ο αθλητής.
Ερμής: Ναι, φαίνεσαι, σε αναγνωρίζω. Σε είδα
πολλές φορές στις παλαίστρες.
Δαμασίας: Ναι, Ερμή. Αλλά δέξου με αφού είμαι
γυμνός.
Ερμής: Δεν είσαι γυμνός, φίλτατε, αφού
κουβαλάς τόσα κρέατα. Πέταξέ τα λοιπόν, γιατί, μόνο το ένα σου πόδι να πατήσεις
στη βάρκα, θα την βουλιάξεις. Αλλά κι αυτά τα στεφάνια και τα κηρύγματα, πέταξέ
τα.
Δαμασίας: Να, είμαι γυμνός, όπως βλέπεις, και
ίσος στο βάρος με τους άλλους νεκρούς.
Ερμής: Έτσι είναι καλύτερα. Να είσαι
ελαφρός. Μπες λοιπόν. Κι εσύ, Κράτωνα, άσε τον πλούτο, την καλοπέραση και την
πολυτέλεια και μην φέρεις μαζί τ' ακριβά σου σάβανα, ούτε τ' αξιώματα των
προγόνων σου. Και να εγκαταλείψεις τη δόξα και τους τίτλους που σου απένειμε
και τις επιγραφές των ανδριάντων σου και ξέχνα ότι σου κατασκεύασαν μεγαλοπρεπή
τάφο, διότι ακόμη κι αυτά, αποτελούν βάρος, αν το θυμάσαι.
Κράτων: Θα τ' αφήσω με βαριά καρδιά...
Άλλωστε, τί άλλο μπορώ να κάνω;
Ερμής: Μπα! μπα! Κι εσύ ο αρματωμένος τι
θέλεις; Και γιατί κουβαλάς αυτό το τρόπαιο;
Στρατιώτης: Επειδή νίκησα, βρε Ερμή. Ανδραγάθησα
και η πόλη με τίμησε.
Ερμής: Άφησέ το εδώ το τρόπαιο, διότι στον
Άδη επικρατεί ειρήνη και δεν υπάρχει ανάγκη όπλων. Αυτός εδώ, ο σοβαρός και
βλοσυρός, με τα ανασηκωμένα φρύδια, ο οποίος φαίνεται βυθισμένος σε σκέψεις και
έχει δάσος από γένια, ποιός είναι;
Μένιππος: Είναι κάποιος φιλόσοφος, Ερμή, ή
μάλλον απατεώνας και ψεύτης. Γδύσ' τον κι αυτόν και θα δεις να κρύβει πολλά
γελοία πράγματα κάτω απ' το πανωφόρι του.
Ερμής: Πρώτα απ' όλα, άσε στην άκρη την
σοβαροφάνεια και μετά όλα τ' άλλα. Μα τον Δία, πόσην αλαζονεία κουβαλά μαζί
του, και πόση αμάθεια, έριδα, ματαιοδοξία, αινιγματικές ερωτήσεις, σκοτεινά
λόγια και μπερδεμένες έννοιες. Αλλά και ματαιοπονία, φλυαρία, μπουρδολογία και
μικροπρέπεια, βλέπω δε να έχει και χρυσάφι, ξεδιαντροπιά και καλοπέραση. Τα
βλέπω όλα αυτά, αν και καταβάλλεις ιδιαίτερη προσπάθεια να τα κρύβεις. Κι ας
μην αναφερθώ στο ψεύδος, την έπαρση και την ιδέα ότι είσαι καλύτερος των άλλων,
διότι αν μπεις μ' όλα αυτά μέσα, ποιό καράβι, ακόμη και με πενήντα κουπιά,
μπορεί να σε χωρέσει;
Φιλόσοφος: Εντάξει, τ' αφήνω λοιπόν αυτά, αφού
έτσι ορίζεις.
Μένιππος: Και τα γένια, Ερμή! Και τα γένια! Κι
αυτά να τ' αφήσει, γιατί είναι πυκνά και βαριά.
Ερμής: Καλά λες... Άφησέ τα κι αυτά.
Φιλόσοφος: Και ποιός θα μου τα κόψει;
Ερμής: Ο Μένιππος απ' εδώ, ας πάρει ένα κλαδευτήρι
κι αφού στηρίξει το πηγούνι του στην αποβάθρα, ας του τα κόψει.
Μένιππος: Όχι με κλαδευτήρι, βρε Ερμή. Δώσε μου
ένα πριόνι καλύτερα, γιατί θα έχει μεγαλύτερη πλάκα έτσι.
Ερμής: Το κλαδευτήρι είναι αρκετό... Ωραία,
τώρα μοιάζεις με άνθρωπο, αφού πέταξες τα βρομερά τραγίσια γένια σου.
Μένιππος: Να του κόψω λίγο και απ' τα φρύδια;
Ερμής: Ναι, διότι δεν γνωρίζω πως κατορθώνει
να τα σηκώνει ψηλότερα από το μέτωπο. Μπα! Κλαις, κάθαρμα, και φοβάσαι τον
θάνατο; Έλα, έλα, πήγαινε μέσα!
Μένιππος: Έχει και κάτι ακόμη πιο βαρύ, που
κρύβει κάτω απ' τη μασχάλη του.
Ερμής: Τί, βρε Μένιππε;
Μένιππος: Την κολακεία, Ερμή, η οποία του
φάνηκε πολύ χρήσιμη στη ζωή.
Φιλόσοφος: Λοιπόν κι εσύ, Μένιππε, άφησε την
ελευθερία, την αθυροστομία, την αναισθησία προς τη λύπη, το θάρρος και τα
χαχανητά, διότι εσύ είσαι ο μοναδικός απ' όλους εδώ που γελάει.
Ερμής: Όχι. Κράτησέ τα αυτά, Μένιππε, διότι
είναι ελαφρά και χρήσιμα στο ταξίδι. Κι εσύ, ρήτορα, άφησε την τόση πολυλογία,
τις αντιθέσεις και τις παρομοιώσεις, τις στρογγυλές περιόδους και τους
βαρβαρισμούς και τα άλλα βάρη των λόγων.
Ρήτορας: Να, τ' αφήνω.
Ερμής: Καλά. Λύσε τώρα τα σχοινιά, να
τραβήξουμε την σκάλα και να σηκώσουμε την άγκυρα. Τέντωσε το πανί και κανόνισε
το τιμόνι. Και τώρα, καλό ταξίδι. Αλλά, τί έχετε και κλαίτε, ανόητοι, και
μάλιστα εσύ ο φιλόσοφος, που πριν λίγο σου κλαδέψαμε τα γένια;
Φιλόσοφος: Επειδή, Ερμή, νόμιζα ότι η ψυχή ήταν
αθάνατη.
Μένιππος: Ψέματα λέει! Γι' άλλα πράγματα
λυπάται.
Ερμής: Ποιά;
Μένιππος: Που δεν θα μπορεί να κάθεται πλέον σε
πολυτελή γεύματα, που δεν θα μπορεί να βγαίνει έξω κρυφά τη νύχτα
κουκουλώνοντας το κεφάλι του και να μην αφήνει πορνείο για πορνείο που να μην
επισκέπτεται, και που την ημέρα δεν θα μπορεί να εξαπατά τους νέους να τον
πληρώνουν για την δήθεν σοφία του. Γι' αυτά λυπάται, όχι για τίποτε άλλο.
Φιλόσοφος: Εσύ, Μένιππε, δεν λυπάσαι που
πέθανες;
Μένιππος: Γιατί να λυπηθώ; Εγώ έτρεξα στον
θάνατο, χωρίς κανείς να με καλέσει.*. Αλλά τώρα που μιλάμε, δεν σας φαίνεται
ότι ακούγονται κραυγές ανθρώπων απ' τον άλλον κόσμο;
[* Λέγεται πως αυτοκτόνησε.]
Ερμής: Ναι, βρε Μένιππε, έχεις δίκιο. Και
δεν έρχεται μόνο από ένα μέρος αυτός ο θόρυβος, αλλά κάποιοι άλλοι που
μαζεύτηκαν, γελούν και είναι χαρούμενοι για τον θάνατο του Λαμπίχου, ενώ οι
γυναίκες έπιασαν κι έδεσαν την γυναίκα του και τα μικρά του παιδιά τα έχουν
πάρει με τις πέτρες άλλα παιδιά. Αλλού χειροκροτούν τον ρήτορα Διόφαντο, ο
οποίος εκφώνησε στην Σικυώνα τον επικήδειο λόγο του Κράτωνα. Αλλ' ακούω, μα τον
Δία, και την μάνα του Δαμασία, η οποία κλαίει και μοιρολογεί με άλλες γυναίκες
τον γιο της. Μόνο εσένα, βρε Μένιππε, δεν κλαίει κανείς, αλλά σ' αφήνουν μόνο
στην ησυχία σου.
Μένιππος: Όχι δα! Μετά από λίγο, θ' ακούσεις τα
σκυλιά να κλαίνε σπαραξικάρδια για μένα και τα κοράκια να χτυπούν τα φτερά
τους, όταν θα μαζευτούν για να με θάψουν.
Ερμής: Είσαι γενναίος, Μένιππε. Αλλ' επειδή
φθάσαμε, εσείς μεν πηγαίνετε στο δικαστήριο, απ' αυτόν τον ίσιο δρόμο, εγώ δε
και ο Χάρωνας θα επιστρέψουμε να φέρουμε άλλους.
Μένιππος: Καλό ταξίδι, Ερμή. Ας προχωρήσουμε κι
εμείς. Αλλά, γιατί διστάζετε και αργοπορείτε; Ν' αποφύγουμε τη δίκη δεν είναι
δυνατόν, και λένε ότι οι καταδίκες είναι βαριές. Τροχοί, μεγάλες κοτρόνες και
γύπες. Θα βγουν στη φόρα όλα τα καμώματα του καθενός.