Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Κοιμήσου..


Δεν είχα όρεξη για ύπνο και βάλθηκα να τελειώσω το βιβλίο που είχα στο κομοδίνο μου 3 μέρες παρατημένο. Με απορρόφησε τόσο που ούτε κατάλαβα τι ώρα ήταν. Κι εκεί που θα μάθαινα επιτέλους τι της είχε κάνει , άκουσα τη Μπουμπού να μου γδέρνει το πατζούρι . Εκνευρίστηκα τόσο , που αποφάσισα να σηκωθώ να τη μαλώσω αμέσως. Ανοίγω την μπαλκονόπορτα σιγά σιγά και τη βλέπω να ορμάει μέσα περνώντας κάτω από τα πόδια μου σα σίφουνας. Μαζεύω την κουρτίνα που ανέμιζε , χαμογελάω και κάνω να κλείσω πάλι. Μαζεύω την κουρτίνα  που ανέμιζε και σπρώχνω την πόρτα . Σταμάτησε απότομα και σκύβω να δω που βρήκε. Βλέπω μια μπότα ανάμεσα στα 2 παραθυρόφυλλα και ξαφνιάζομαι. Σηκώνω το βλέμμα μου και αισθάνομαι την αναπνοή μου να σταματά. Τα παγωμένα του χέρια με πίεζαν τόσο δυνατά στο στόμα που όχι μόνο να μιλήσω δεν μπορούσα μα ούτε καλά καλά ν ΄ αναπνεύσω.  Αισθάνθηκα τον πανικό να με κατακλύζει. Δε με σκέφτηκα στιγμή, μόνο τα παιδιά. Μου ΄ρθε στο μυαλό η συμβουλή ενός αστυνομικού στην τηλεόραση που έλεγε μην φωνάξετε και μην αντισταθείτε σε τέτοιες περιπτώσεις .  Ευτυχώς με οδήγησε προς το διάδρομο κι από κει κατά το σαλόνι. Το μυαλό μου είχε πάρει φωτιά από τις σκέψεις . Πώς να μην ξυπνήσει κανείς . Πώς να δώσω τα πάντα και να μην ξυπνήσω τον άντρα μου. Πώς να μην καταλάβει ότι υπάρχουν παιδιά στο σπίτι. Κι αν μας παρακολουθούσε καιρό? Κι αν μας ξέρει ? Κι αν τον ξέρω κι εγώ? Προσπάθησα να καταλάβω από τη φωνή αν είναι γνωστός. Προσπάθησα να σκεφτώ τι έχω  μάθει τόσα χρόνια στο καράτε . Με ρωτάει με νευρική φωνή που έχω λεφτά. Του κάνω νόημα δείχνοντάς του το τραπεζάκι κάτω από τον καθρέπτη του χολ.  Βλέπει την τσάντα μου και πηγαίνει προς τα εκεί τραβώντας με ταυτόχρονα από τα μαλλιά. Συνειδητοποιώ ότι δεν είναι πολύ ψηλός. Ούτε και πολύ δυνατός μου φάνηκε… Αηδιαστικός είναι σκεφτόμουν. Μύριζε άσχημα και η φωνή του ήταν τόσο ψιλή σαν γυναικεία. Έφυγε σαν κύριος από την κεντρική πόρτα , αφού πρώτα με απείλησε να μην κάνω καμιά μαλακία και φωνάξω . Για να με τρομάξει λίγο ακόμα μου ΄δωσε μια  δυνατή γροθιά και χτύπησα στον τοίχο. Αυτός έφυγε τρέχοντας και χάθηκε στο σκοτάδι.
Εγώ έτρεξα στο μπάνιο , καθάρισα λίγο το πρόσωπό μου και χώθηκα στα σεντόνια να κρυφτώ και να ηρεμίσω. Κουλουριάστηκα εκεί και περίμενα να ξημερώσει σκεφτόμενη τα χειρότερα που θα μπορούσαν να έχουν συμβεί και προσπάθησα να ηρεμίσω.
Το πρωί προφασίστηκα πονοκέφαλο για να μην σηκωθώ και περίμενα να φύγουν όλοι. Ντύθηκα πρόχειρα, τηλεφώνησα στη δουλειά πως δεν θα πάω και ξεκίνησα να πάω μια βόλτα στη θάλασσα που με ηρεμεί. Στο δρόμο σταμάτησα να πάρω ένα δυνατό καφέ . Περίμενα λίγο και αφήνοντας 2 ευρώ στον πάγκο ζητάω ένα σκέτο. Δίπλα μου ένας κεφάτος  νεαρός ζητάει ένα φραπέ γλυκό με γάλα κι αφήνει κι αυτός στον πάγκο τα χρήματα. Άφησε ένα  δεκάευρω . Ένα δεκάευρω μ ένα Τ. επάνω του. Με το Τ. που έγραψα εγώ πάνω του το προηγούμενο βράδυ γιατί ήταν αυτό που κέρδισα στο Λόττο και το ΄λεγα το Τυχερό μου. Το σημάδεψα να μην το χαλάσω.  Το αίμα μου έβρασε. Τα αφτιά μου βούιξαν. Τα χέρια  μου έσφιξαν. Γυρίζω , χωρίς να κοιτάξω και του ρίχνω την πιο δυνατή μου γροθιά στη μύτη. Αίμα έτρεξε και τα μάτια του γούρλωσαν από το ξάφνιασμα και την έκπληξη. Τα μάτια μας συναντήθηκαν . Συναντήθηκαν όπως χτες  το βράδυ. Συναντήθηκαν με ανάποδους ρόλους. Εγώ τώρα έβλεπα το φόβο σ αυτόν. Πήρα θάρρος και συνέχισα να τον χτυπάω μπροστά στον κόσμο με μανία . Κάνεις δεν τόλμησε να επέμβει. Κανείς δεν ρώτησε. Αποσβολωμένοι κοιτούσαν μην μπορώντας να καταλάβουν τι έπαθα. . Τον χτυπούσα ώσπου δεν μπορούσε να κινηθεί πια και στο τέλος στάθηκα από πάνω του αγκομαχώντας και κλαίγοντας. Μόνο τότε βρέθηκε κάποιος να μιλήσει.
Σία , ηρέμισε…ένα όνειρο ήταν…πάει πέρασε…

Σία Χαλικιά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου